- λουφάρι
- τοτο γουφάρι (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λουφάρι — Κοινή ονομασία τελεόστεων ψαριών του είδουςPomatomus saltator, της οικογένειας των ποματιδών, της τάξης των περκομόρφων. Έχει μακρύ και πεπιεσμένο σώμα με μικρά, κυκλοειδή λέπια· η κάτω γνάθος είναι μακρύτερη και προεξέχει από την επάνω. Έχει… … Dictionary of Greek
луфарь — мелкая рыба, похожая на сельдь, Lichia аmiа , южн. (Даль). Из нов. греч. λουφάρι, γουφάρι – то же (Гофман–Иордан 257); см. Фасмер, Гр. сл. эт. 117. О греч. слове см. Г. Майер, Türk. St. 1, 24 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера